πέρπερα (το)
βυζαντινά χρυσά νομίσματα υπέρπυρα και πέμπυρα που μπήκαν σε κυκλοφορία επί Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πέρπερα /τὰ/ = τὸ ὑπερπέραν, τὸ ἐκτὸς τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, τὸ ἄφθαστον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης