άρτζενο (το)
- χαντάκι, ανάχωμα, μεγάλο αυλάκι. Αναχώματα γερά που χωρίζουν τη θάλασσα από τα τηγάνια (αλοπηγεία) των Αλυκών Λευκάδας.
- το μεγάλο χαντάκι των Αλυκών προς την πόλη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄρτζενο /τὸ/ (Ἰ. argine) = πρόχωμα, ἀνάχωμα, ἐπίχωμα. (τὸ χωρίζων τὰ ἄκρα τῶν ἁλυκῶν ἀπὸ τὴν θάλασσαν).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης