πράτ΄γο (το)
- περίπατος ύστερα από ανάρρωση.
φράση: “με γεια το πράτγο”. - η απελευθέρωση ζώου δεμένου ή η απομάκρυνση μικρού παιδιού από το σπίτι του, τότε λέμε: “Επήρε πράτγο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πράτ(ι)γο /τὸ/ (Ἰ. pratica -are) = ἡ πρακτικὴ δοκιμὴ τῆς ἀναρρώσεως διὰ περιπάτου: «μὲ γειὰ τὸ πράτγο», ἡ ἀπομάκρυνσις νηπίου ἢ περιωρισμένου ζῴου ἀπὸ τῶν ἐξουσιαστῶν: «ἐπῆρε πράτγο».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης