Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μόσκος (ο)

αρωματικό φυτό του σπιτιού. Απ΄αυτό βγάνουν και το μοσκέλαιον, αρωματικό λάδι. Όταν ρεύονται τα μωρά τους λένε “μόσκος” ή ¨μόσκος και γαρίφαλο”.
Δημ. τραγ.: “Μανουσάκια, μανουσάκια / μόσκος και γαριφαλάκια”.

[Σημ.: με πρώτο συνθετικό τη λέξη μόσκο- σχηματίζομε πλήθος κοινής χρήσης λέξεων: “μοσκο-μυρίζει” – “μοσκο-βολάω” – “μοσκο-σάπουνο” – “μοσκο-πλένω” – “μοσκο=κέρι” – “μοσκο-ανατρέφω” – “μοσχ-αναθρεμμένος” – “μοσκο-κάρφι” )το γνωστό αρωματικό φυτό γαρίφαλο) – “μοσκο-λάχανο” – “μοσκο-λεϊμονιά” (κίτρο) – “μοσκο-λέιμονο” – “μοσκο-λούλουδο” – “μοσκο-μπίζελο” – μοσκο-στάφυλο ή μοσκάτο” – μοσκο-παντρεμένος -η” – “μοσκο-τριφύλλι”].

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μόσκο – πρῶτον συνθετικὸν διαφόρων λέξεων: σημαῖνον εὐωδίαν ἢ ἐκλεκτότητα εἲδους ἢ ἐπιτυχίαν ἔργου: «μοσκομυρίζω», «μοσκοχτάποδο», «μοσκοπουλῶ», «μοσκοπλένω» κ.λ.π.

Μόσκος /ὁ/ = μόσχος, ἄρωμα ἐν γένει, εὐώδης. (Ἰ. moscaio -iuola) = φρεσκιέρα τροφίμων, ὀψοφυλάκιον ἀερισμοῦ, φανάρι ἀπὸ σήτα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.