χαζίρι (επίρρ.)
έτοιμος, είμαστε χαζίρι: “εγώ είμαι χαζίρι, εσύ ετοιμάστηκες;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαζίρ(ι) /ἄκλ./ (Τ. χαζὶρ) = ἕτοιμος, ἐν τάξει, ἀμέσως, γρήγορα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Χρησιμοποιείται στην Καρυά ευρύτατα και είναι τουρκικής προελεύσεως hazir.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης