χὰ 14 Νοέ, 2017 Χ 0 Σχόλια 0 Χὰ ἐπίρρ. παρακελ. § ἄγε. Π. χὰ νὰ ἰδοῦμ᾿, ἐμπρός, κοντὴ νεραντσοῦλα φουντωτὴ (ᾆσμ. 7). Σημ. Ἰδ. τὴν συλλ. ἐν λ. ἄ. Ὁ Βυζ. παρ. τὴν λ.