‘ροβολάω
Ῥοβολάω § τρέχω τὸν κατήφορο τοῦ ὄρους. Ἐκ τούτου καὶ ῥόβολο = ὁ κατήφορος.
Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ βάλλω ἐμαυτὸν ἀπὸ τοῦ ὄρους, ὥστε πλῆρες εἶνε ὀροβολάω.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!