ραζακί (το)
επιτραπέζιο σταφύλι, λευκό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ραζακὶ /τὸ/ (Π. Τ. ραζικῆ) = ποικιλία λευκῆς ἐπιτραπεζίου σταφυλῆς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ῥαζακὶ § εἶδ. λευκῆς σταφυλῆς. Π. ἄσπρο σταφύλι ῥαζακὶ καὶ κόκκινο κεράσι (ᾆσμ. 17).
Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ῥάδιξ = ῥάδαξ κατὰ τὸ ῥαδινὸς = ῥαδανός. Τὸ δ ἐτράπη εἰς ζ κατὰ τὰ Δωρικὰ Ζιὰ ἀντὶ Διά. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ. ΚΝ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου