ρακογυάλι (το)
μικρό μπουκάλι για ρακί.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρακογυάλι /τὸ/ («ρακὴ»-ὕελος) = ρακοπότηρο, μικρὸν ποτήριον δι’ ἡδύποτον, φιάλη ἡδυπότου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ῥακογυάλι § μικρὸν ὑέλινον ποτήριον, δι’ οὗ πίνομεν τὴν ῥακήν. ΚΝ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου