‘ρουκανάω καὶ ῥουκανίζω
Ῥουκανάω καὶ ῥουκανίζω § τρώγω ξηρόν τι ἔδεσμα, ὡς παξημάδια κτλ. Ἐκ τούτου καὶ ῥουκάνισμα = τὸ ῥουκανίζειν. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ ῥυκανάω, ῥυκανίζω. Ὁ Αἰνιὰν γρ. ῥοκανίζω (Ἀθ. σ. 96).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ῥουκανάω καὶ ῥουκανίζω § τρώγω ξηρόν τι ἔδεσμα, ὡς παξημάδια κτλ. Ἐκ τούτου καὶ ῥουκάνισμα = τὸ ῥουκανίζειν. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ ῥυκανάω, ῥυκανίζω. Ὁ Αἰνιὰν γρ. ῥοκανίζω (Ἀθ. σ. 96).