ραίνω
κακοποιώ σεξουαλικά, ασελγώ, βιάζω.
φράση: “Έκαμε κι έρανε με δαύτην” – “να κάμ΄ς και να ράν΄ς”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ραίνω (ῥαίω) = κακομεταχειρίζομαι, κακοποιῶ σεξουαλικῶς: «τ’ν πῆρε νάν τνε κάμ’ καὶ νάν τ’νε ῥάνῃ» = τὴν ἀπήγαγε πρὸς κακοποίησιν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. και ράνει