Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ατζαρδόζος -α -ο

ο ριψοκίνδυνος, ο αποφασιστικός
“Πολύ ατζαρδόζος άνθρωπος” – “Αυτό ήταν μεγάλο ατζάρδο, που έκαμε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀτζαρδόζος -α -ο (Ἰ. azzardo, acerbo) = θαρραλέος, ριψοκίνδυνος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.