ατζαρδόζος -α -ο
ο ριψοκίνδυνος, ο αποφασιστικός
“Πολύ ατζαρδόζος άνθρωπος” – “Αυτό ήταν μεγάλο ατζάρδο, που έκαμε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀτζαρδόζος -α -ο (Ἰ. azzardo, acerbo) = θαρραλέος, ριψοκίνδυνος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης