ψανὸς -ὴ -ὸ 10 Φεβ, 2017 Ψ 0 Σχόλια 0 Ψανὸς -ὴ -ὸ (ἑψανὸς) = εὐκολόβραστος, τρυφερός, καλῆς ποιότητος.