σκάλος (ο)
το σκάλισμα του χωραφιού ή αμπελιού ύστερα από κανονικό όργωμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκάλος /ὁ/ (σκάλλω) = τὸ σκάλισμα τῆς γῆς (μετὰ προηγηθὲν σκάψιμο).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το σκάλισμα του χωραφιού ή αμπελιού ύστερα από κανονικό όργωμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκάλος /ὁ/ (σκάλλω) = τὸ σκάλισμα τῆς γῆς (μετὰ προηγηθὲν σκάψιμο).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης