μπέβε (το)
οινοποσία, ουζοποσία κλπ., γενικά το πιοτί. φράσεις: “Έχει το νου του στο μπεβέ” – “τον αφήνει το μπεβέ να κοιτάξει και τη δουλειά του;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπέβε /τὸ/ (Ἰ. beve) = ποτόν, οἰνοποσία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης