Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ψανή (η)

  1. τα βραστερά όσπρια, αλλιώς κάλοψα.
  2. η μαλακή γη, αλλιώς ψανότοπος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ψανά, ψανή. Τὰ εὐκολόβραστα καὶ τὰ ταχέως διαθρυπτόμενα ὄσπρια. φρ. ἡ φακή μου εἶνε ψανή.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.