ψανή (η)
- τα βραστερά όσπρια, αλλιώς κάλοψα.
- η μαλακή γη, αλλιώς ψανότοπος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ψανά, ψανή. Τὰ εὐκολόβραστα καὶ τὰ ταχέως διαθρυπτόμενα ὄσπρια. φρ. ἡ φακή μου εἶνε ψανή.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός