γαζέτα (η)
υποδιαίρεση της ενετικής λίτρας (=λίρας). Μια λίτρα = δέκα γαζέτες, κάθε γαζέτα = 20 σολδία.
Σε χειρόγραφο του 1754 διαβάζομε: “έβαλα και ετρύγισα τα αμπέλια και έβαλα αργάτες δέκα, από γαζέτες 8 και φαγή = λ. (ίτρες) 16”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γαζέτα /ἡ/ (γάζα, Ἰ. gazzetta) = χάλκινον κέρμα, παλαιὸν χάλκινον κέρμα ἀπαράδεκτον εἰς τὰς συναλλαγάς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης