Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γαλατομπούρκο

Γαλατομπούρκο /τὸ/ (γάλα – Τ. bορὲκ) = γλύκισμα ταψιοῦ ἐκ συμμιγδάλης, γάλακτος, βουτύρου κ.λπ., γαλατομπούρεκο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.