σαλταπίγκος (η)
η ακρίδα.
μτφ.: το παιδί που πηδάει, σαλτάει.
φράση: “κάνεις σαν σαλταπίγκος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σαλταπίγκος /ὁ/ (Ἰ. saltabecca) = ἀκρίς, ἀκρίδα, πηδηχτής, ἅλτης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης