δαφνοκοκκίδα -ες
δαφνόκοκκος, ο καρπός της δάφνης. Σε γιατροσόφι περασμένου αιώνα σημειώνεται: “οποιανού του πονούν τα γόνατα ή τα νεφρά: Πάρε δαφ(ι)νοκοκκίδες και κοπάνισον ψιλές έως αλεύρι, βράσε ζόχον με κρασί και να τα ρίξεις όλα μέσα και ας πίνει”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 72/27).