Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δαμαλοκράκτης (ο)

το πεπειραμένο βόδι του ζευγαριού, που γυμνάζει, κατά κάποιο τρόπο, να συνηθίσει στο ρυθμό του οργώματος, το νέο τσοκανισμένο (ευνουχισμένο) τριετές ή διετές δαμάλι. Τέτοια βόδια υπήρχαν σε αρκετά χωριά, κι όποιος ήθελε να κάμει δικό του ζευγάρι με νια δαμάλια, τα ΄στειλε στον τάδε του χωριού που είχε δαμαλοκράκτη. Κι αυτό με πληρωμή βέβαια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.