δαμαλοκράκτης (ο)
το πεπειραμένο βόδι του ζευγαριού, που γυμνάζει, κατά κάποιο τρόπο, να συνηθίσει στο ρυθμό του οργώματος, το νέο τσοκανισμένο (ευνουχισμένο) τριετές ή διετές δαμάλι. Τέτοια βόδια υπήρχαν σε αρκετά χωριά, κι όποιος ήθελε να κάμει δικό του ζευγάρι με νια δαμάλια, τα ΄στειλε στον τάδε του χωριού που είχε δαμαλοκράκτη. Κι αυτό με πληρωμή βέβαια.