Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μορδούλης (ο)

ο άτακτος, ο ρυπαρός, αυτός που δεν κάνει, δεν τακτοποιεί καλά τις δουλειές του, ο ακατάστατος

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Μουρδούλης § ῥυπαρός, ἄτακτος εἰς τὰ ἔργα του.

Σημ. Ἰδ. ἐν τῇ α΄. συλλογῇ σούρδου, μούρδου.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.