μορδούλης (ο)
ο άτακτος, ο ρυπαρός, αυτός που δεν κάνει, δεν τακτοποιεί καλά τις δουλειές του, ο ακατάστατος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μουρδούλης § ῥυπαρός, ἄτακτος εἰς τὰ ἔργα του.
Σημ. Ἰδ. ἐν τῇ α΄. συλλογῇ σούρδου, μούρδου.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου