παρ΄γοριά (η)
Σύμφωνα με τα έθιμα του τόπου σε περίπτωση θανάτου, συγγενούς ή φιλικού ή γειτονικού προσώπου γίνεται κοινό τραπέζι στο σπίτι του νεκρού την πρώτη και δεύτερη μέρα, “προς παρηγορίαν των πενθούντων”. Η συμπαράσταση αυτή λέγεται παρηγοριά, κοινώς νεκρόδειπνα.
Κατ΄ αυτήν ο καθένας πηγαίνει το φαγητό του, που αναμειγνύεται με τα όμοια φαγητά των άλλων. Το τραπέζι στρώνεται στο πάτωμα και οι συνδειπνούντες κάθονται διπλοπόδι.
φράσεις: “επήγατε παρηγοριά” – “παργοριά δε χρωστάμε”, δηλ. αδιαφορούμε για την τύχη κάποιου.
Παλιότερα η παρηγοριά διαρκούσε σαράντα μέρες. (Γλωσσάριον Γ.Χ. Μαραγκού, (Λευκαδίου δασκάλου) περριοδ. “Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως”, τομ. Η΄σ. 455, 1875.)
Βλέπε και περιοδικό “Λευκαδίτικη Εστία” (Γ. Βουκελάτου), τεύχος 1/1976. Στο λήμμα παργοριά σημειώνεται: “Έθιμον του συνδειπνείν εν τη οικία του τεθνεώτος, επί τεσσαράκοντα ημέρας προς παρηγορίαν”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παρ(η)γοριὰ /ἡ/ = ἡ πρὸς παρηγορίαν συνεστίασις τῶν συγγενῶν παρὰ τοῖς οἰκείοις ἀποθανόντος κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Παρηγοριά = ὁμαδική ἐπίσκεψις καί συνεστίασις φίλων καί συγγενῶν στό σπίτι τοῦ ἀποβιώσαντος, ἐπί τρεῖς ἡμέρες.
Παργοριά. Ἔθιμον τοῦ συνδειπνεῖν ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ τεθνεῶτος, ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας πρὸς παρηγορίαν.