πισινό (το)
ξύλιασμα, ψύξη του αυχένα.
Η αδιαθεσία αυτή αντιμετωπίζεται με τις συνήθεις εντριβές, αλλά και με ξόρκια της ξορκίστρα και το μέτρημα: Η γιάτρισσα ξάπλωνε τον ασθενή (τα παιδιά ιδίως, έπασχαν απ΄ τον πισινό) και τον μετρούσαν και απ΄ τις δυο μεριές, απ΄ το κεφάλι ως τα πόδια. Κι αν έβγαινε κοντότερος απ΄ το ΄να μέρος, τότε έλεγε πως το παιδί έχει πισινό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πισ(ι)νὸ /τὸ/ (ὀπίσω) = ὀπισθότονος τῶν βρεφῶν, ξύλιασμα (πιάσιμον) τοῦ αὐχένος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης