Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Γλωσσάριο Βασ. Φίλιππα / Μια φορά κι έναν καιρό ..

κιλόμετρη

ελιά που δίνει το μέγιστο της παραγωγής (τα δυο “μέτρα” της έδιναν ένα “μέτρο “λάδι ή ένας ντενεκές ελαιοκαρπου κάνει οχτώ κρτούτσα λάδι, δηλαδή περίπου τέσσερα κιλά.)

κόβω-κόβει

(απρόσωπο) Για το κρασί λέμε ότι έκοψε = εξίνισε. Σε παλιό χργρφ. του 1744 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: ” … το επήλιπο κρασή το έδοσα ις το κάστρο από δεκατέσσαρες λίτρες (=λίρες) τη βαρέλα, διατή έκοψε και ίπιασα λίτρες 420″ – “Το γάλα έκοψς”, δηλ. ξίνισε, χάλασε. φράσεις: “Με κόβει” . . . Περισσότερα

κουβαλητήρι

μέρος που σώριαζαν τα σταφύλια κατά τον τρύγο και από εκεί τα φόρτωναν στα ζώα για να τα μεταφέρουν

κούπαστρο (το)

αντικείμενο που το ΄χουμε για πέταγμα, άχρηστο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κούπαστρο /τὸ/ (κωπεύω, κωπητὴρ) = ἀντικείμενον ἄχρηστον (ἐξέχον ἢ ἐμποδίζον ἄνευ λόγου). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης άσχημος άνθρωπος, κακοσουλούπωτος, ασήμαντος, ευτελής Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας

κυδωνάτο

γλυκό του κουταλιού (κυδώνι κομμένο σε μικρά κομματάκια, βρασμένα με νερό και ζάχαρη, συχνά έριχναν μέσα και αποφλοιωμένα αμύγδαλα

λ(ι)θιὰ

Λ(ι)θιὰ /ἡ/ (λίθος) = ξηρότοιχος ἄνευ συνδετικῆς ὕλης ἐκ μονῆς κατὰ τὸ πλεῖστον σειρᾶς ἐπαλλήλων λίθων πρὸς ὑποβάστασιν χωμάτων εἰς πρανῆ, ὁροθέτησιν κτημάτων κ.τ.τ. λιθιὰ / λθιὰ Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης λιθιά (ἡ): ξηρότοιχος χωρίς συνδετική ὕλη κυρίως γιά τά πρανῆ καί τήν ὁριοθέτηση κτημάτων. Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου . . . Περισσότερα

λέει το λες

λέγεται με παράπονο, με νεύρα, με αγανάκτηση, όταν υποφέρουμε από κάποιον

λουροτσάρουχο

ανδρικό πρόχειρο παπούτσι του χωριού σε σχήμα τσαρουχιού, χωρίς τη φούντα και τον βαρύ εξοπλισμό του βλάχικου, με γυριστή μύτη προς τα πάνω, με λουριά, μονόσολο και χωρίς τακούνι. Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας κατασκευάζονταν από φρέσκο δέρμα. Μπροστά τελείωναν σε μύτη και . . . Περισσότερα

μανάλι (το)

μεγάλη λαμπάδα ή ξύλινος κοντός με κερί ή καντήλι στην κορυφή, που χρησιμεύει για συνοδεία του ιερέα κατά την έξοδό του από το ιερό στον κυρίως ναό, αλλά και κατά την είσοδο του σ΄ αυτό. Επίσης τα μανάλια τα χρησιμοποιούν σε λιτανείες και άλλες ιερουργίες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

μεραχούμης

το συγκεκριμένο λήμμα αναφέρεται στη συλλογή λημμάτων στο βιβλίο: Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας, αλλά δε δίνεται η σημασία του

μισακό

κτήμα του οποίου ο ιδιοκτήτης και ο καλλιεργητής ή ο συλλέκτης μοιράζονταν την παραγωγή