Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Γλωσσάριο Βασ. Φίλιππα / Μια φορά κι έναν καιρό ..

βίτζι

εξάρτημα έλξης της μεγάλης μανιβέλας της μηχανής του ελαιοτριβείου, σιδερένια πιεστήρια μηχανή του ελαιοτριβείου

βουλιασμένος

βουλιαγμένος, βυθισμένος Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας ο καταραμένος Χρησιμοποιείται ως προσφώνηση π.χ. σε παιδάκι: “Έλα δω μωρέ βουλιασμένο” Κάλαμος Ρέα Σ. Μανωλάτου

γριπάρι

πολυετές χόρτο που αναπτύσσεται ανάμεσα σε θάμνους, συνήθως σε βουνά, άγριο νηματοειδές χόρτο (άριστη τροφή των προβάτων, των αλόγων και των γαϊδουριών

ειδίσματα

(πάντα στον πληθυντικό): είδη ατοικά ή οικικακής και εξωοικιακής χρήσης

ζυγιά

ομάδα λαϊκών οργάνων για μουσικοχορευτικές διασκεδάσεις αποτελούμενη από βιολί, κλαρίνο, σαντούρι και μερικές φορές και λαγούτο και κιθάρα (κομπανία)

θέλω

απαντάται ιδιωματικά με την έννοια του χρωστάω. “Του θέλω 1000 δρχ. ακόμα”, “Μου θέλει ένα ΄κατοστάρικο”. Ακόμα στη φράση: “Καλού μ΄ θέλει” = περνάει πολύ καλά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θέλω = ἐπιθυμῶ, ἀποδέχομαι, ὀφείλω, χρεωστῶ: «μ’ θέλει δέκα φράγκα». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης στη . . . Περισσότερα

θυρίδα

Θυρίδα (Θυρίς). Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός   εσοχή στον τοίχο σπιτιού που την χρησιμοποιούσαν σαν ντουλάπι όπου τοποθετούσαν διάφορα χρήσιμα πράγατα και συχνά την κάλυπταν με πανί Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας

κάζει (απροσ.)

έχομε τις φράσεις : “μου κάζει” = νομίζω – ” Μου κάστηκε πως είδα τον αδελφό σου”. ΒΑΛ. , Αθ. Δ., Β’: “Μου κάστηκε πως είδα / σαν έναν ίσκιο να διαβεί… “. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κάζει (εἰκάζω) «μοῦ κάζει» = μοῦ φαίνεται, νομίζω, «μοῦ . . . Περισσότερα

Κάης (ο)

ο δειλός, ο κιοτής – ο μαυρισμένος, ηλιοκαμένος [όλα αυτά τα επίθετα βγαίνουν απο την εικόνα του λαού για τον αδελφοκτόνο Κάιν]. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Kάης /ὁ/ ἐπίθ. (καίω, Κάϊν) = ἡλιοκαής, μελαψός, ἐξημμένος, ἀγριωπός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης “του Αγίου Νικολάου του Κάη”, . . . Περισσότερα