αλτσάρω
αγωνιώ, εξάπτομαι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλτσάρω: (Ἰ. alzare) = σηκώνω βάρος, ἀσχάλλω, ἀγωνιῶ, ἐρεθίζομαι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ξεπερνώ
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας