βίγλα (η)
τόπος ψηλός απ΄ όπου κανείς μπορεί να παρατηρεί άνετα τις κινήσεις των γύρω περιοχών, κοινώς καραούλι
Άγγελος Σικελιανός, Ωδή στο Βαλαωρίτη, στ.1 “Ψηλά στη βίγλα που αγρυπνώ, σαν τον καλό τσοπάνο …”. Υπάρχουν στο νησί πολλά τοπωνύμια με το όνομα Βίγλα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βίγλα /ἡ/ (Λ. vigila) = τόπος ἐποπτικός, παρατηρητήριον, καραοῦλι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
η μικρή τρύπα κοντά στη μεγάλη ξύλινου υδροδοχείου (βαρελιού), προοριζόμενη για την είσοδο του αέρα για την πίεση και έξοδο του νερού από τη μεγάλη τρύπα
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας