ανάμα (το)
μαύρο κρασί που χρησιμοποιούν οι ιερείς για τη μετάληψη, αλλά και τον εμποτισμό των εορταστικών άρτων στο κέντρο της σφραγίδας. Κάθε καλό κρασί στο νησί το λένε ανάμα.
φράση: “Μου έφεραν ένα κρασί σωστό ανάμα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνάμα: /τὸ/ (νᾶμα, ἄναιμον) = ὁ μαῦρος οἶνος ὁ προσκομιζόμενος διὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το κρασί που χρησιμοποιούμε για τη θεία κοινωνία. Είναι παράγωγο του αρχαίου ρήματος νάω, που θα πει ρέω και με το πρόθεμα -α- γίνεται άναμα. (νάμα- υγρό). Η προσθήκη του α μπροτά είναι ιδιωματική. Το “άναιμον” του Λάζαρη, δεν έχει θέση εδώ, δεδομένου, ότι όλη η θεία Ευχαριστία κατά την τελετή της Θείας Λειτουργίας χαρακτηρίζεται “αναίμακτος”. Ο προσφερόμενος οίνος μεταβάλλεται μυστηριωδώς σε “αίμα Χριστού”. Λέγεται και άναμα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀνάμα = γνήσιο χρωματιστό κρασί κατάλληλο γιά τή Θεία Κοινωνία.