ψυχοπιάνω -ομαι
συνέρχομαι, δυναμώνω σιγά σιγά, παίρνω θάρρος.
“Έφαγα και ψ΄χοπιάστηκα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ψ(υ)χοπιάνομαι (ψυχὴ-πιάζω) = ἀναλαμβάνω ἀπὸ ἐξάντλησιν, συνέρχομαι ἀπὸ ἀτονίαν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ψυχοπιάνω = 1. δυναμώνω,
2. βοηθῶ τό νεογέννητο νά πρωτοθηλάσει γιά νά πάρει ζωή.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής