ψωμόπετρα (η)
πέτρα μαλακή, που σκαλίζεται εύκολα χωρίς και να διαλύεται.
Με τέτοιες μεγάλες μονοκόμματες πέτρες πολλοί παλιοί Λευκαδίτες έφκιαναν τις πέτρινες πίλες (=αποθήκη λαδιού), όπου έβαναν ολοχρονίς το λάδι τους. Τις χρησιμοποιούσαν πολύ και οι λαδέμποροι της Χώρας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ψωμόπετρα /ἡ/ (ψωμὸς-πέτρα) = εὔθριπτον πέτρωμα, φλύσχης, μάργη.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ψωμόπετρα = πέτρα μαλακιά πού κατεργάζεται εὔκολα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής