Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ψωμόπετρα (η)

πέτρα μαλακή, που σκαλίζεται εύκολα χωρίς και να διαλύεται.
Με τέτοιες μεγάλες μονοκόμματες πέτρες πολλοί παλιοί Λευκαδίτες έφκιαναν τις πέτρινες πίλες (=αποθήκη λαδιού), όπου έβαναν ολοχρονίς το λάδι τους. Τις χρησιμοποιούσαν πολύ και οι λαδέμποροι της Χώρας.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ψωμόπετρα /ἡ/ (ψωμὸς-πέτρα) = εὔθριπτον πέτρωμα, φλύσχης, μάργη.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ψωμόπετρα = πέτρα μαλακιά πού κατεργάζεται εὔκολα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.