κόμοδο (το)
άνεση, ευκολία, ανάπαυση, τρόποι και μέσα άνεσης.
φράση: “Αυτό το σπίτι έχει όλα τα κομόδα” = όλες τις ανέσεις, σε χώρους, επίπλωση, σκεύη νυχτερινών αναγκών κ.τ.λ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόμοδο /τὸ/ (Ἰ. comodo) = ἄνεσις, εὐκολία, πρᾶγμα εὔχρηστον καὶ ἐξυπηρετικόν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
(ιταλ. comodo): εύχρηστο, άνεση, ευκολία
Γλωσσάριο Ελένης Γράψα