Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τάβλα (η)

  1. σανίδα, γεύμα, τραπέζι φαγητού.
    Φράση: “Τι είχε η τάβλα σήμερα;”
    Δημ. τραγ.: “Σε τούτ΄ την τάβλα που ΄μαστε, σε τούτο το τραπέζι / τον άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό κερνάμε”.
  2. μέτρο επιφάνειας: τάβλα ή σανίδα (=tavolla), υποδιαίρεση του ενετικού στρέμματος. Ένα στρέμμα = 625 τάβλες (Ροντογιάννης, τόμος Α΄σελ. 647). Σε συμβολ. πράξη 1 Ν/βτίου – 2 Οκτωβρ. 1830 (συμβολαιογράφος Κ. Μικρώνας, σελ. 220) βλέπομε: ‘Έτερον χωράφιον εις Γαβριά στρεμμάτων τριών και τάβλες είκοσι οκτώ” (Δ. Μαλακάση, “Ονοματολογία εμβαδικών εκτάσεων χωραφιών” – εφημ. Λευκαδίτικος Παλμός, σελ. 39/1981).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τάβλα /ἡ/ (Ἰ. tavola) = σανίδα, τράπεζα φαγητοῦ, γεῦμα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


τάβλα: σανίδα, (ΙΤ. tavola).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.