τάβλα (η)
- σανίδα, γεύμα, τραπέζι φαγητού.
Φράση: “Τι είχε η τάβλα σήμερα;”
Δημ. τραγ.: “Σε τούτ΄ την τάβλα που ΄μαστε, σε τούτο το τραπέζι / τον άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό κερνάμε”. - μέτρο επιφάνειας: τάβλα ή σανίδα (=tavolla), υποδιαίρεση του ενετικού στρέμματος. Ένα στρέμμα = 625 τάβλες (Ροντογιάννης, τόμος Α΄σελ. 647). Σε συμβολ. πράξη 1 Ν/βτίου – 2 Οκτωβρ. 1830 (συμβολαιογράφος Κ. Μικρώνας, σελ. 220) βλέπομε: ‘Έτερον χωράφιον εις Γαβριά στρεμμάτων τριών και τάβλες είκοσι οκτώ” (Δ. Μαλακάση, “Ονοματολογία εμβαδικών εκτάσεων χωραφιών” – εφημ. Λευκαδίτικος Παλμός, σελ. 39/1981).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τάβλα /ἡ/ (Ἰ. tavola) = σανίδα, τράπεζα φαγητοῦ, γεῦμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
τάβλα: σανίδα, (ΙΤ. tavola).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου