Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ταβλάδο (το)

ξύλινη οροφή, ή πάτωμα, σκάλα κ.λπ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ταβλάδο /τὸ/ (Ἰ. tavolato) = σανίδωμα, ξύλινον διάφραγμα, ὀροφὴ τοῦ ξυλίνου δρυφράκτου ἐσωτερικῆς κλίμακος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


ταβλάδο: ξύλινη ὀροφή ἤ πάτωμα.

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.