τ(ου)λούπα (η)
ποσότητα μαλλιών προβάτου ή γίδας έτοιμα για γνέσιμο.
Έχομε και τλούπες / τουλούπες λιναριού. Τις τοποθετούν στη ρόκα για γνέσιμο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τ(ου)λοῦπα /ἡ/ = τολύπη, σφαιροειδὴς μᾶζα, σφαίρωμα ἐρίου, βάμβακος, λιναρίου κ.τ.τ. διὰ γνέσιμον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης