ταγιάρω
κόβω, ανοίγω, κυρίως είναι σε χρήση από τους ξυλουργούς, που χρησιμοποιούν και την λέξη τάγιο = κόψιμο τομή
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ταγιάρω (Ἰ. tagliare) = τέμνω, κόπτω, σχίζω, διανοίγω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ταγιάρω: κόβω, σκαλίζω.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου