τ(ου)μπέτι (το)
φόρεμα γυναικείο της παραδοσιακής λευκαδίτικης φορεσιάς, “Ρωμαίικα”, από χοντρό δίχρωμο (καφέ-μαύρο), μάλλινο, κλαρωτό (= με κλάρες και άνθη).
Στη διχρωμία δεν έλειπε ποτέ το μαύρο.
τουμπέτι / τμπέτι
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τ(ου)μπέτ(ι) /τὸ/ (τύμβος, Ἰ. tubo) = φοῦστα στενή, φουστάνι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης