συργιά (η)
ή σύργια
σκουριά που πιάνουν τα σιδερένια σκεύη, π.χ. τα κουταλοπίρουνα, τα οποία έδιναν στον καλαμαντζή για καλάισμα (κασσιτέρωμα)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Συργιά = σκουριά, σύργιασε τό κουτάλι (σκούριασε τό κουτάλι(.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής