Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

συργιά (η)

ή σύργια
σκουριά που πιάνουν τα σιδερένια σκεύη, π.χ. τα κουταλοπίρουνα, τα οποία έδιναν στον καλαμαντζή για καλάισμα (κασσιτέρωμα)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Συργιά = σκουριά, σύργιασε τό κουτάλι (σκούριασε τό κουτάλι(.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.