συντάζομαι
τακτοποιώ τα του οίκου μου. Σε μοιρολόγι του τόπου έχομε: “Νοικοκυρά συντάζεται να πάει στον κάτω κόσμο / κι αναμεράει τη ρόκα της και χώνει τη φωτιά της …” (Ι.Ν. Σταματέλου, Μοιρολόγια Λευκάδας – 1876 – σελ. 23 και Δημ. Τραγούδια Λευκάδας, σελ 144/9).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σ(υν)τάζομαι = συντάσσομαι, συνετοιμάζομαι, συντονίζομαι ἐπειγόντως.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης