Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σύσκαρος -η -ο

Σύσκαρος -η -ο (σὺν-ἐσχάρα, «σκαρὶ») = ὁ μετὰ τῆς «ἐσχάρας» άπολλύμενος, ὁ βυθιζόμενος μετὰ τοῦ πλοίου (ἀντίθετον συνθετικῶς ἀλλὰ συνώνυμον τοῦ «σύμψυχος» (αὔτανδρος)).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.