παγάνα (η)
ομάδα κυνηγών ή άλλη ερευνητική ομάδα, που ανιχνεύει από διάφορα σημεία για τη σύλληψη ή φόνο του θηράματος.
μτφ.: η καταδίωξη προσώπων που καταζητούνται από την πολιτεία. “Αν δεν βγήτε παγάνα, δε θα τους πιάσετε”.
ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος, άσμα Γ΄ “Κατάκορφα στον ουρανό πετιέται κι ο πετρίτης / τ΄ αητού πρωτοπαλλήκαρο, να βάψη τα φτερούγια / μες στον αθέρα της αυγής, πριν έβγη στην παγάνα.”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παγάνα /ἡ/ (Ἰ. paggio) = ὑπηρετικόν, ἀκολουθία, ἐρευνητικὴ ὁμάς, ὁμαδικὸν κυνήγιον θηρίων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης