π(υ)τίζω
Πυτίζω (πτίζω) = ραντίζω δι’ ὕδατος μόλις ληφθέντος εἰς τὸ στόμα, μπουχίζω διὰ τοῦ στόματος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πυτίζω (πτίζω) = ραντίζω δι’ ὕδατος μόλις ληφθέντος εἰς τὸ στόμα, μπουχίζω διὰ τοῦ στόματος.