ὁλοχρον(ι)κῆς 09 Φεβ, 2017 Ο 0 Σχόλια 0 Ὁλοχρον(ι)κῆς (ὅλο-χρονικῶς) = διαρκῶς, ἐφ’ ὁλόκληρον τὸ ἔτος.