ὄντας 09 Φεβ, 2017 Ο 0 Σχόλια 0 Ὄντας (Σ. ὄνdα) = ὅτε, ὅταν, ὁσάκις, τότε πού. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ὅντα καὶ Ὅντας ἴδε ἀφόντας. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου