ὅμπληξις
Ὄμπληξις, § ἐμπύησις πληγῆς.
Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ἔμπλησις (ἐμπλήθω) τροπῇ τοῦ ε εἰς ο κατὰ τὰ πλεῖστα ἄλλα ἑβραῖος, ὑβραῖος, ἐχθρός, ὀχτρός, κτλ. καὶ τοῦ σ εἰς ξ κατὰ τὰ Δωρ. καθίξας ἀντὶ καθίσας.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ὄμπληξις, § ἐμπύησις πληγῆς.
Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ἔμπλησις (ἐμπλήθω) τροπῇ τοῦ ε εἰς ο κατὰ τὰ πλεῖστα ἄλλα ἑβραῖος, ὑβραῖος, ἐχθρός, ὀχτρός, κτλ. καὶ τοῦ σ εἰς ξ κατὰ τὰ Δωρ. καθίξας ἀντὶ καθίσας.