ὀλός 28 Οκτ, 2017 Ο 0 Σχόλια 0 Ὀλός, § ὁ τοῦ ὀκτάποδος στόμαχος, ὃς καὶ κουκοῦλα λέγεται. Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχαίου ὀλὸς τοῦ σημαίνοντος τὸ μέλαν τῆς σηπίας.