μαλλιάζω
Στη φράση “μάλλιασε η γλώσσα μου”, έβγαλε μαλλιά, κουράστηκα να λέω τα ίδια και τα ίδια. Συνηθισμένη στους βυζαντινούς “του μάλλιασε την καρδιά”, τον καταπίκρανε. (Ηπειρώτικο Γλωσσάριον, 60). Άλλο το ξε-μαλλιάζω ως απειλή, κυριολεκτικά εδώ.