Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαλάζω

Μαλάζω (μαλάσσω) = ἐπιψαύω διὰ τῶν χειρῶν εὐπαθῆ πράγματα ἐπιβλαβῶς, πιάνω μὲ τὰ χέρια ἄνευ λόγου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.