μαλάζω
Μαλάζω (μαλάσσω) = ἐπιψαύω διὰ τῶν χειρῶν εὐπαθῆ πράγματα ἐπιβλαβῶς, πιάνω μὲ τὰ χέρια ἄνευ λόγου.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μαλάζω (μαλάσσω) = ἐπιψαύω διὰ τῶν χειρῶν εὐπαθῆ πράγματα ἐπιβλαβῶς, πιάνω μὲ τὰ χέρια ἄνευ λόγου.