μάλε-βράσε
Μάλε–βράσε /τὸ/ (Ἰ. male brace, βλ. Λ. μπελιάβρα σου) = θορυβῶδες ἐπεισόδιον, ἀπευκταῖον, καταστροφή: «θὰ γέν᾿ τὸ μάλε βράσε».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μάλε–βράσε /τὸ/ (Ἰ. male brace, βλ. Λ. μπελιάβρα σου) = θορυβῶδες ἐπεισόδιον, ἀπευκταῖον, καταστροφή: «θὰ γέν᾿ τὸ μάλε βράσε».