φάοσσα
αυτό που εξολοθρεύει
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αυτό που εξολοθρεύει
Φαουλάρ(ι)κα, τα (εννοείται σταφύλια) = τα φαγώσιμα επιτραπέζια σταφύλια. Το αυτό εννοείται και για τις φαουλάρ(ι)κες ελιές = τις βρώσιμες. Φαγουλάρικα, (θέμ. ρ. φαγ- του τρώγω).
Φάρα /ἡ/ (Ἀλ. φάρα) = σπόρος, εἶδος, γενεά, φυλή.
έτσι έλεγαν στη Λευκάδα τα λευκά ή χρωματιστά μαντηλάκια στης αριστερής τσεπούλας του σακακιού. Τα μαντηλάκια τα έφκιαναν από ειδικό μεταξωτό λουλουδάτο ύφασμα που το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι γυναίκες και το έλεγαν μπαγιαντέρα. Σατιρικό ασμάτιο της εποχής (γύρω στα 1900) που σατίριζε τη φορεσιά των κομψευομένων αντρών, μας λέει: “Φαραώ . . . Περισσότερα
“Το φαρβείον ομοιάζει ωσάν πλατοκύμινον”, Κωδ. Θεοφύλ. Κατωπόδης Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
ποικιλία του φυτού “βατράχιον” με κίτρινα φύλλα. Φύεται στα βαλτώδη, κυρίως μέρη και τα ζώα αποφεύγουν να το τρώνε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαρδακοκύλα /ἡ/ (βάτραχος, «φορδακλᾶς») = ὑδροχαρὴς ποικιλία τοῦ φυτοῦ «βατράχιον» (μὲ κίτρινα στιλπνὰ φύλλα0, βαθρακοῦλα, νεραγκοῦλα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Φαρδοκοκύλα = εὔρωστο . . . Περισσότερα
νόμισμα
αγγλικό νόμισμα, κέρμα που ισοδυναμούσε με το 1/4 της αγγλικής πένας. Εθεωρούνταν νόμισμα της πεντάρας.
Φαρίνα /ἡ/ (Ἰ. farina) = λευκὸν λεπτότατον ἄλευρον ἐξαιρετικῆς ποιότητος.
φαρμάκι, δηλητήριο, κακία
Φαρμάκι /τὸ/ (φάρμακον) = δηλητήριον, δριμείας πικρότητος.
ονομασία – όχι και τόσο περίεργη – του καφέ. “Έπια ένα φαρμακλίδι” ή “Φκιάσε στην κουμπάρα ένα καφέ να πιεί” και η γυναίκα απαντά: “φκιάσε μ΄ παιδί μ΄ ένα φαρμακλίδι”. Ίσως συνδέουν τον καφέ με το θάνατο, με τις κηδείες οπότε, πρόσφεραν τον “συγχωρητικό” καφέ κατ΄ έθιμο, τον λεγόμενο “καφέ . . . Περισσότερα
ιαματική πέτρα που την έβαναν πάνω σε δαγκωματιά φιδιού, κι αφού απορροφούσε το δηλητήριο, έπεφτε από μόνη της. Ύστερα την έριχναν σε λεκάνη με νερό και ξερνούσε δηλητήριο. Μια τέτοια πέτρα υπήρχε στο Σπαρτοχώρι, στην οικογένεια του δασκάλου Βασίλη Κατωπόδη, που την πήρε – μαζί με τ΄ άλλα – ως . . . Περισσότερα
Φαρμ(ι)δὸς -ὴ -ὸ (Ἰ. formidato) = φοβερός, εὐτραφής, ζωηρός, ἀπειλητικός.
Φαρμ(ου)δὸς -ὴ -ὸ βλ. λ. φαρμ(ι)δός.
(ιδμ) η σωματώδης, η ευτραφής, κρλ. η έχουσα εύρος, διάσταση
Φαρομανητὸ /τὸ/ (Ἰ. fare-mania) = ὁμαδικὴ θορυβώδης εὐθυμία. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Να μια λέξη “πολιτογραφημένη” περισσότερο στην πόλη της Λευκάδας (μπουρανέλικη). Τη λέγαμε και εμείς στο χωριό ευρύτατα. Ακούμε: Χάλασε ο κόσμος απ΄ το (τα) φαρομανητά (της νεολαίας). Ή αυτός καημένη μου φαρομανάει ενώ ο άλλος καίγεται, . . . Περισσότερα
εκδηλώνομαι ζωηρά με γέλια, χειρονομίες, χαχανητά κ.λπ., κάνω φαρομανητό. Η λέξη λέγεται κυρίως για τα ζώα, ιδίως τα άλογα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαρομανάω (Ἰ. fare-mania) = θορυβῶ ἐν εὐθυμίᾳ μετ᾿ ἄλλων, χαχανίζω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Φαρουμανάω = παιδιαρίζω ἐκβάλλω χαρούμενες φωνές, αὐτός φαρουμανάει . . . Περισσότερα
Φαρσὶ (Ἀ. Τ. φαρισὶ) = εὐχερῶς, εἰς ρέουσαν γλῶσσαν, ἀπροσκόπτως.
ο πολυλογάς, ο ανόητος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαρφαλιάρ(η)ς -α (Ἰ. farfallino, Τ. φαρφαρὰ-λὴκ) = φλύαρος, κοῦφος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
φυτόν που ομοιάζει ωσάν πλατοκύμινο, βασιλικόν ιατρικον εις κάθε πόνον και σφάκτην του σώματος και εις την ποδαγρίαν και χεραγρίαν και εις κάθε πόνον οπού έρχεται από κρύωμα. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Φασαμέντο /τὸ/ (Ἰ. fasciamento) = περίρραμα φορέματος, ποδόγυρος.
Φασίνα /ἡ/ (Ἰ. fascinare, Σ. φαζίνα) = δέσμη ἀκραίων κλαδίσκων.
φάσκελα βλ. και σφάκελο
Φασκούλι = ἑλληνικό τσάϊ τοῦ βουνοῦ, ἐγκυκλ. Ἥλιος σελ. …
Φασονὲς /ὁ/ (Γλ. façonnet) = μάλλινον εἶδος ὑφάσματος.
Φασ(ου)λᾶς /ὁ/ (Ἰ. fessolo) = σχίσιμον ὑφάσματος εἰς σχῆμα Γ.
κατέχομαι από δυσφορία. Ουσιαστικό: φαστίδιο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαστ(ι)διάρω (Ἰ. fastidire) = προξενῶ ἄσην, προκαλῶ ἐνόχλησιν ἢ δυσφορίαν, δυσφορῶ, ἐνοχλοῦμαι, ἀποστρέφομαι. Φαστίδιο /τὸ/ (Ἰ. fastidio) = ἄση, δυσφορία, ἀδημονία, ἐνόχλησις. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Δυσφορία. Ίδια η ιταλική λέξη pastidio, σκοτούρα, πλήξη, ναυτία. . . . Περισσότερα
ο φαγάς, ο αχόρταγος. μτφ.: ο ανικανοποίητος οικονομικά, που επιδιώκει επέκταση της περιουσίας του. Λέγεται φαταούλας ακόμη κι εκείνος που επιδιώκει να κερδίσει πάση θυσία εργαζόμενος νυχθημερόν.
φατζάδα: κυρία ὄψη, (ΒΕΝ. fazzàda.)